ἰλλοῦ

ἰλλοῦ
ἰλλός
squinting
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἴλλου — ἴ̱λλου , εἴλω shut in imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) εἴλω shut in pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) εἴλω shut in imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἴλλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βηρίνη — (5ος αι. μ.Χ.). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Λέοντα Α’ (457 474). Μετά τον θάνατο του Λέοντα, η Β. συνετέλεσε στην ανακήρυξη ως αυτοκράτορα του Ζήνωνα (474 475 και 476 491), που καταγόταν από την Ισαυρία, άντρα της κόρης της Αριάδνης.… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιος — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων της βυζαντινής εποχής. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν εθνικός στο θρήσκευμα και ασκούσε το επάγγελμα του δασκάλου παραδίδοντας μαθήματα φιλοσοφίας και ρητορικής. Από την εργασία αυτή απέκτησε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”